- ηρωφόρος
- ἡρωφόρος, -ον (Α)αυτός που φέρει ήρωες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως, -ωος + -φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελια-φόρος, αχθο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡρωφόρος — bearing heroes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)